- νεφελοβάμων
- -οναυτός που περπατά στα σύννεφα, που βρίσκεται έξω από την πραγματικότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + συνδετικό φων. -ο- + -βάμων (< βαίνω), πρβλ. αιθερο-βάμων. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Ν. Γ. Μοσχοβάκη].
Dictionary of Greek. 2013.